- χαζός
- η , ό 1. глупый;2. (ο , η ) 1) зевака; ротозей, -ка, разиня; 2) дурак, дура
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι … Dictionary of Greek
χαζός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χαζεύει, χάσκας, παλαβός: Μην κάνεις παρέα μ αυτόν το χαζό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαζομάρα — και χαζομάρα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός 2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).… … Dictionary of Greek
χαζεύω — Ν [χαζός] 1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;») 2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος 3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σέ χάζευα πολλή ώρα») 4.… … Dictionary of Greek
χαζοβιόλης — α, ικο, Ν χαζός, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + βιολί / βιόλα] … Dictionary of Greek
χαζολογώ — άω, Ν 1. μιλώ σαν χαζός, λέω ανοησίες 2. φλυαρώ, συζητώ περί ανέμων και υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + λογώ*] … Dictionary of Greek
χαζούλιακας — ο, Ν πολύ χαζός, πολύ ανόητος, μεγάλος χάχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. ούλιακας (πρβλ. στραβ ούλιακας)] … Dictionary of Greek
βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη … Dictionary of Greek
βλιτομάμμας — ( ου), ο (Α) χαζός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλίτον + μάμμη] … Dictionary of Greek
ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… … Dictionary of Greek
ευηθικός — εὐηθικός, ή, όν (ΑΜ) [ευήθης] 1. ευήθης, με καλό ήθος, καλό χαρακτήρα 2. υπερβολικά αφελής, χαζός. επίρρ... εὐηθικῶς ανόητα, χαζά … Dictionary of Greek